Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκεραιότης
ἀκέραστος
ἀκέρᾱτος
ἀκέρδεια
ἀκερδής
ἀκερσεκόμης
ἄκερως
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκεστήρ
ἀκεστής
ἀκεστικός
ἀκεστορίη
ἀκεστός
ἀκέστρια
ἄκεστρον
ἀκέστωρ
ἀκεσφόρος
ἀκέφαλος
ἀκέω
ἀκή
View word page
ἀκεστής
ἀκεστήςοῦm repairer, menderof clothesX.

ShortDef

menders

Debugging

Headword:
ἀκεστής
Headword (normalized):
ἀκεστής
Headword (normalized/stripped):
ακεστης
IDX:
3001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3002
Key:
ἀκεστής

Data

{'headword_display': '<b>ἀκεστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀκεστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>repairer, mender<Expl>of clothes</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀκεστής'}