Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φορτηγικός
φορτηγός
φορτίζω
φορτικός
φορτικότης
φορτίον
φορτίς
φόρτος
φορτοφορέω
φορῡ́νομαι
φορύσσω
φορυτός
φοῦσα
φόως
φραγέλλιον
φραγελλόω
φράγμα
φραγμός
φράγνυμαι
φραδάζω
φραδή
View word page
φορύσσω
φορύσσωvbreltd. φορῡ́νομαιaor.
ἐφόρυξα
defile, befoulsomeonew.dat.w. blood, by beating himOd.

ShortDef

to defile, to mix

Debugging

Headword:
φορύσσω
Headword (normalized):
φορύσσω
Headword (normalized/stripped):
φορυσσω
IDX:
30017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30018
Key:
φορύσσω

Data

{'headword_display': '<b>φορύσσω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>φορύσσω</HL><PS>vb</PS><Ety>reltd. <Ref>φορῡ́νομαι</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>aor.</Lbl><Form>ἐφόρυξα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>defile, befoul</Tr><Obj>someone<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. blood, by beating him</Expl><Au>Od.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'φορύσσω'}