Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φορτηγίᾱ
φορτηγικός
φορτηγός
φορτίζω
φορτικός
φορτικότης
φορτίον
φορτίς
φόρτος
φορτοφορέω
φορῡ́νομαι
φορύσσω
φορυτός
φοῦσα
φόως
φραγέλλιον
φραγελλόω
φράγμα
φραγμός
φράγνυμαι
φραδάζω
View word page
φορῡ́νομαι
φορῡ́νομαιmid.pass.vb of food, knocked to the floorbe befouled, become dirtyOd.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φορῡ́νομαι
Headword (normalized):
φορῡ́νομαι
Headword (normalized/stripped):
φορυνομαι
IDX:
30016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30017
Key:
φορῡ́νομαι

Data

{'headword_display': '<b>φορῡ́νομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>φορῡ́νομαι</HL><PS>mid.pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of food, knocked to the floor</Indic><Tr>be befouled, become dirty</Tr><Au>Od.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'φορῡ́νομαι'}