Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φορτηγέω
φορτηγίᾱ
φορτηγικός
φορτηγός
φορτίζω
φορτικός
φορτικότης
φορτίον
φορτίς
φόρτος
φορτοφορέω
φορῡ́νομαι
φορύσσω
φορυτός
φοῦσα
φόως
φραγέλλιον
φραγελλόω
φράγμα
φραγμός
φράγνυμαι
View word page
φορτοφορέω
φορτοφορέωcontr.vb of a shipcarry cargoPlu.cj.

ShortDef

carry a load

Debugging

Headword:
φορτοφορέω
Headword (normalized):
φορτοφορέω
Headword (normalized/stripped):
φορτοφορεω
IDX:
30015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30016
Key:
φορτοφορέω

Data

{'headword_display': '<b>φορτοφορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>φορτοφορέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a ship</Indic><Tr>carry cargo</Tr><Au>Plu.<LblR>cj.</LblR></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'φορτοφορέω'}