Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φορμίσκος
φορμορραφέομαι
φορμός
φορολογέω
φορολόγος
φόρον
φορός
φόρος
φορτηγέω
φορτηγίᾱ
φορτηγικός
φορτηγός
φορτίζω
φορτικός
φορτικότης
φορτίον
φορτίς
φόρτος
φορτοφορέω
φορῡ́νομαι
φορύσσω
View word page
φορτηγικός
φορτηγικόςή όνadj of a shipfor transporting cargoTh. X.

ShortDef

of or for carrying loads

Debugging

Headword:
φορτηγικός
Headword (normalized):
φορτηγικός
Headword (normalized/stripped):
φορτηγικος
IDX:
30007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30008
Key:
φορτηγικός

Data

{'headword_display': '<b>φορτηγικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φορτηγικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a ship</Indic><Tr>for transporting cargo</Tr><Au>Th. X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φορτηγικός'}