Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φορμίς
φορμίσκος
φορμορραφέομαι
φορμός
φορολογέω
φορολόγος
φόρον
φορός
φόρος
φορτηγέω
φορτηγίᾱ
φορτηγικός
φορτηγός
φορτίζω
φορτικός
φορτικότης
φορτίον
φορτίς
φόρτος
φορτοφορέω
φορῡ́νομαι
View word page
φορτηγίᾱ
φορτηγίᾱᾱςf transport of cargoas an enterpriseArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φορτηγίᾱ
Headword (normalized):
φορτηγίᾱ
Headword (normalized/stripped):
φορτηγια
IDX:
30006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30007
Key:
φορτηγίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>φορτηγίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φορτηγίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>transport of cargo<Expl>as an enterprise</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φορτηγίᾱ'}