Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φορμικτᾱ́ς
φορμίς
φορμίσκος
φορμορραφέομαι
φορμός
φορολογέω
φορολόγος
φόρον
φορός
φόρος
φορτηγέω
φορτηγίᾱ
φορτηγικός
φορτηγός
φορτίζω
φορτικός
φορτικότης
φορτίον
φορτίς
φόρτος
φορτοφορέω
View word page
φορτηγέω
φορτηγέωcontr.vbφορτηγός transport cargoby boatHdt.

ShortDef

to carry freights

Debugging

Headword:
φορτηγέω
Headword (normalized):
φορτηγέω
Headword (normalized/stripped):
φορτηγεω
IDX:
30005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30006
Key:
φορτηγέω

Data

{'headword_display': '<b>φορτηγέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>φορτηγέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>φορτηγός</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>transport cargo<Expl>by boat</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'φορτηγέω'}