Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φόρμιγξ
φορμίζω
φορμικτᾱ́ς
φορμίς
φορμίσκος
φορμορραφέομαι
φορμός
φορολογέω
φορολόγος
φόρον
φορός
φόρος
φορτηγέω
φορτηγίᾱ
φορτηγικός
φορτηγός
φορτίζω
φορτικός
φορτικότης
φορτίον
φορτίς
View word page
φορός
φορόςόνadjφέρω of a windcarrying forwardfavourablePlb. Plu.

ShortDef

bringing on one's way, forwarding

Debugging

Headword:
φορός
Headword (normalized):
φορός
Headword (normalized/stripped):
φορος
IDX:
30003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-30004
Key:
φορός

Data

{'headword_display': '<b>φορός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φορός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a wind</Indic><Def>carrying forward</Def><Tr>favourable</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φορός'}