Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκέομαι
ἀκέραιος
ἀκεραιότης
ἀκέραστος
ἀκέρᾱτος
ἀκέρδεια
ἀκερδής
ἀκερσεκόμης
ἄκερως
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκεστήρ
ἀκεστής
ἀκεστικός
ἀκεστορίη
ἀκεστός
ἀκέστρια
ἄκεστρον
ἀκέστωρ
ἀκεσφόρος
ἀκέφαλος
View word page
ἄκεσμα
ἄκεσμαατοςncure, remedyA.w.gen.for pains, sicknessesIl. Pi.

ShortDef

a remedy, cure

Debugging

Headword:
ἄκεσμα
Headword (normalized):
ἄκεσμα
Headword (normalized/stripped):
ακεσμα
IDX:
2999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3000
Key:
ἄκεσμα

Data

{'headword_display': '<b>ἄκεσμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἄκεσμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG><nS1><Tr>cure, remedy</Tr><Au>A.</Au><nS2><Indic><GLbl>w.gen.</GLbl>for pains, sicknesses</Indic><Au>Il. Pi.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'ἄκεσμα'}