Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φορβάς
φορβειᾱ́
φορβή
φορειᾱφόρος
φορεῖον
φορεύς
φορέω
φορή
φόρημα
φορητός
φορῑ́νη
Φόρκῡς
φορμηδόν
φόρμιγξ
φορμίζω
φορμικτᾱ́ς
φορμίς
φορμίσκος
φορμορραφέομαι
φορμός
φορολογέω
View word page
φορῑ́νη
φορῑ́νηηςfcarapace, shellof a tortoiseS.Ichn.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φορῑ́νη
Headword (normalized):
φορῑ́νη
Headword (normalized/stripped):
φορινη
IDX:
29990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29991
Key:
φορῑ́νη

Data

{'headword_display': '<b>φορῑ́νη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φορῑ́νη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>carapace, shell<Expl>of a tortoise</Expl></Tr><Au>S.<Wk>Ichn.</Wk></Au></nS1></NE>', 'key': 'φορῑ́νη'}