Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φορβαῖος
φορβάς
φορβειᾱ́
φορβή
φορειᾱφόρος
φορεῖον
φορεύς
φορέω
φορή
φόρημα
φορητός
φορῑ́νη
Φόρκῡς
φορμηδόν
φόρμιγξ
φορμίζω
φορμικτᾱ́ς
φορμίς
φορμίσκος
φορμορραφέομαι
φορμός
View word page
φορητός
φορητόςή όνalsoός όνadj to be enduredin neg.phrs., of a person; of Kypris, ref. to lovebearableA. E.

ShortDef

borne, carried

Debugging

Headword:
φορητός
Headword (normalized):
φορητός
Headword (normalized/stripped):
φορητος
IDX:
29989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29990
Key:
φορητός

Data

{'headword_display': '<b>φορητός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φορητός</HL><Infl>ή όν<VInfl><Lbl>also</Lbl><FmInfl>ός όν</FmInfl></VInfl></Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>to be endured</Def><aS2><Indic>in neg.phrs., of a person; of Kypris, ref. to love</Indic><Tr>bearable</Tr><Au>A. E.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'φορητός'}