Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φονολιβής
φονόρυτος
φόνος
φοξός
φορᾱ́
φοράδην
φορβαῖος
φορβάς
φορβειᾱ́
φορβή
φορειᾱφόρος
φορεῖον
φορεύς
φορέω
φορή
φόρημα
φορητός
φορῑ́νη
Φόρκῡς
φορμηδόν
φόρμιγξ
View word page
φορειᾱ-φόρος
φορειᾱ-φόροςουmφορεῖονφέρω litter-bearerPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φορειᾱφόρος
Headword (normalized):
φορειᾱφόρος
Headword (normalized/stripped):
φορειαφορος
IDX:
29983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29984
Key:
φορειᾱφόρος

Data

{'headword_display': '<b>φορειᾱ-φόρος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φορειᾱ-φόρος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>φορεῖον</Ref><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>litter-bearer</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φορειᾱφόρος'}