Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φονεύς
φονεύω
φονικός
φόνιος
φονολιβής
φονόρυτος
φόνος
φοξός
φορᾱ́
φοράδην
φορβαῖος
φορβάς
φορβειᾱ́
φορβή
φορειᾱφόρος
φορεῖον
φορεύς
φορέω
φορή
φόρημα
φορητός
View word page
φορβαῖος
φορβαῖοςᾱ ονadjφορβήof mountainsrich in pasturesCall.

ShortDef

giving pasture

Debugging

Headword:
φορβαῖος
Headword (normalized):
φορβαῖος
Headword (normalized/stripped):
φορβαιος
IDX:
29979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29980
Key:
φορβαῖος

Data

{'headword_display': '<b>φορβαῖος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φορβαῖος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φορβή</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of mountains</Indic><Tr>rich in pastures</Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φορβαῖος'}