Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκέντητος
ἄκεντρος
ἀκέομαι
ἀκέραιος
ἀκεραιότης
ἀκέραστος
ἀκέρᾱτος
ἀκέρδεια
ἀκερδής
ἀκερσεκόμης
ἄκερως
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκεστήρ
ἀκεστής
ἀκεστικός
ἀκεστορίη
ἀκεστός
ἀκέστρια
ἄκεστρον
ἀκέστωρ
View word page
ἄ-κερως
ἄ-κερωςωνgen.ωadjκέρας of a breed of animalwithout hornsPl.

ShortDef

without horns

Debugging

Headword:
ἄκερως
Headword (normalized):
ἄκερως
Headword (normalized/stripped):
ακερως
IDX:
2997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2998
Key:
ἄκερως

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-κερως</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ-κερως</HL><Infl>ων</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ω</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κέρας</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a breed of animal</Indic><Tr>without horns</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄκερως'}