Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φολιδωτός
φολίς
φολκός
φοναί
φονάω
φόνευμα
φονεύς
φονεύω
φονικός
φόνιος
φονολιβής
φονόρυτος
φόνος
φοξός
φορᾱ́
φοράδην
φορβαῖος
φορβάς
φορβειᾱ́
φορβή
φορειᾱφόρος
View word page
φονο-λιβής
φονο-λιβήςέςadjλείβω of a seatdripping with bloodA.fig., of a deedA.

ShortDef

blood-dripping, blood-reeking

Debugging

Headword:
φονολιβής
Headword (normalized):
φονολιβής
Headword (normalized/stripped):
φονολιβης
IDX:
29973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29974
Key:
φονολιβής

Data

{'headword_display': '<b>φονο-λιβής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φονο-λιβής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λείβω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a seat</Indic><Tr>dripping with blood</Tr><Au>A.</Au><aS2><Indic>fig., of a deed</Indic><Au>A.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'φονολιβής'}