Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φοιτάω
φοίτησις
φοιτητής
φοιτίζω
φοῖτος
φολιδωτός
φολίς
φολκός
φοναί
φονάω
φόνευμα
φονεύς
φονεύω
φονικός
φόνιος
φονολιβής
φονόρυτος
φόνος
φοξός
φορᾱ́
φοράδην
View word page
φόνευμα
φόνευμαατοςnφονεύω that which is slaughteredvictimE.

ShortDef

that which is destined for slaughter

Debugging

Headword:
φόνευμα
Headword (normalized):
φόνευμα
Headword (normalized/stripped):
φονευμα
IDX:
29968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29969
Key:
φόνευμα

Data

{'headword_display': '<b>φόνευμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φόνευμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>φονεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>that which is slaughtered</Def><Tr>victim</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φόνευμα'}