Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Φοίνισσα
φοινίσσω
φοινός
φοιτᾱλέος
φοιτάς
φοιτάω
φοίτησις
φοιτητής
φοιτίζω
φοῖτος
φολιδωτός
φολίς
φολκός
φοναί
φονάω
φόνευμα
φονεύς
φονεύω
φονικός
φόνιος
φονολιβής
View word page
φολιδωτός
φολιδωτόςή όνadjφολίς of an iron corsletmade of scalesPlu.

ShortDef

clad in scales

Debugging

Headword:
φολιδωτός
Headword (normalized):
φολιδωτός
Headword (normalized/stripped):
φολιδωτος
IDX:
29963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29964
Key:
φολιδωτός

Data

{'headword_display': '<b>φολιδωτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φολιδωτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φολίς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an iron corslet</Indic><Tr>made of scales</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φολιδωτός'}