Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φοινῑκόροδος
φοινῑκοσκελής
φοινῑκοστερόπᾱς
φοινῑκόστολος
φοινῑκοῦς
φοινῑκοφαής
Φοῖνιξ
φοῖνιξ
φοίνιος
φοίνισσα
Φοίνισσα
φοινίσσω
φοινός
φοιτᾱλέος
φοιτάς
φοιτάω
φοίτησις
φοιτητής
φοιτίζω
φοῖτος
φολιδωτός
View word page
Φοίνισσα
Φοίνισσαfem.adjsee underΦοῖνιξ

ShortDef

Phoenician

Debugging

Headword:
Φοίνισσα
Headword (normalized):
φοίνισσα
Headword (normalized/stripped):
φοινισσα
IDX:
29953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29954
Key:
Φοίνισσα

Data

{'headword_display': '<b>Φοίνισσα</b>', 'content': '<XE><HG><HL>Φοίνισσα</HL><PS>fem.adj</PS></HG><XR>see under<Ref>Φοῖνιξ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'Φοίνισσα'}