Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκέλαδος
ἀκέλευστος
ᾀκέλιος
ἀκέντητος
ἄκεντρος
ἀκέομαι
ἀκέραιος
ἀκεραιότης
ἀκέραστος
ἀκέρᾱτος
ἀκέρδεια
ἀκερδής
ἀκερσεκόμης
ἄκερως
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκεστήρ
ἀκεστής
ἀκεστικός
ἀκεστορίη
ἀκεστός
View word page
ἀκέρδεια
ἀκέρδειαᾱςfἀκερδής lack of gainloss, impoverishmentPi.

ShortDef

want of gain, loss

Debugging

Headword:
ἀκέρδεια
Headword (normalized):
ἀκέρδεια
Headword (normalized/stripped):
ακερδεια
IDX:
2994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2995
Key:
ἀκέρδεια

Data

{'headword_display': '<b>ἀκέρδεια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀκέρδεια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀκερδής</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>lack of gain</Def><Tr>loss, impoverishment</Tr><Au>Pi.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀκέρδεια'}