Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φοινῑκόλοφος
φοινῑκόνωτος
φοινῑκοπάρηος
φοινῑκόπεδος
φοινῑκόπεζα
φοινῑκόπτερος
φοινῑκοπτέρυξ
φοινῑκόροδος
φοινῑκοσκελής
φοινῑκοστερόπᾱς
φοινῑκόστολος
φοινῑκοῦς
φοινῑκοφαής
Φοῖνιξ
φοῖνιξ
φοίνιος
φοίνισσα
Φοίνισσα
φοινίσσω
φοινός
φοιτᾱλέος
View word page
φοινῑκό-στολος
φοινῑκό-στολοςονadjστόλος fig., of swords, or transf.epith. of the Carthaginians who wield themclothed in crimsonPi.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φοινῑκόστολος
Headword (normalized):
φοινῑκόστολος
Headword (normalized/stripped):
φοινικοστολος
IDX:
29946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29947
Key:
φοινῑκόστολος

Data

{'headword_display': '<b>φοινῑκό-στολος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φοινῑκό-στολος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στόλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>fig., of swords, or transf.epith. of the Carthaginians who wield them</Indic><Tr>clothed in crimson</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φοινῑκόστολος'}