Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φοινῑκοκρᾱ́δεμνος
φοινῑκόκροκος
φοινῑκόλοφος
φοινῑκόνωτος
φοινῑκοπάρηος
φοινῑκόπεδος
φοινῑκόπεζα
φοινῑκόπτερος
φοινῑκοπτέρυξ
φοινῑκόροδος
φοινῑκοσκελής
φοινῑκοστερόπᾱς
φοινῑκόστολος
φοινῑκοῦς
φοινῑκοφαής
Φοῖνιξ
φοῖνιξ
φοίνιος
φοίνισσα
Φοίνισσα
φοινίσσω
View word page
φοινῑκο-σκελής
φοινῑκο-σκελήςέςadjσκέλος of a bird's clawson crimson legsE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φοινῑκοσκελής
Headword (normalized):
φοινῑκοσκελής
Headword (normalized/stripped):
φοινικοσκελης
IDX:
29944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29945
Key:
φοινῑκοσκελής

Data

{'headword_display': '<b>φοινῑκο-σκελής</b>', 'content': "<AE><HG><HL>φοινῑκο-σκελής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σκέλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a bird's claws</Indic><Tr>on crimson legs</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>", 'key': 'φοινῑκοσκελής'}