Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φοινῐκόεις
φοινῑκόθριξ
φοινῑκοκρᾱ́δεμνος
φοινῑκόκροκος
φοινῑκόλοφος
φοινῑκόνωτος
φοινῑκοπάρηος
φοινῑκόπεδος
φοινῑκόπεζα
φοινῑκόπτερος
φοινῑκοπτέρυξ
φοινῑκόροδος
φοινῑκοσκελής
φοινῑκοστερόπᾱς
φοινῑκόστολος
φοινῑκοῦς
φοινῑκοφαής
Φοῖνιξ
φοῖνιξ
φοίνιος
φοίνισσα
View word page
φοινῑκο-πτέρυξ
φοινῑκο-πτέρυξυγοςmasc.fem.adj of a nymphwith crimson wingsLyr.adesp.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φοινῑκοπτέρυξ
Headword (normalized):
φοινῑκοπτέρυξ
Headword (normalized/stripped):
φοινικοπτερυξ
IDX:
29942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29943
Key:
φοινῑκοπτέρυξ

Data

{'headword_display': '<b>φοινῑκο-πτέρυξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φοινῑκο-πτέρυξ</HL><Infl>υγος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a nymph</Indic><Tr>with crimson wings</Tr><Au>Lyr.adesp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φοινῑκοπτέρυξ'}