Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φοινῑκοδάκτυλος
φοινῐκόεις
φοινῑκόθριξ
φοινῑκοκρᾱ́δεμνος
φοινῑκόκροκος
φοινῑκόλοφος
φοινῑκόνωτος
φοινῑκοπάρηος
φοινῑκόπεδος
φοινῑκόπεζα
φοινῑκόπτερος
φοινῑκοπτέρυξ
φοινῑκόροδος
φοινῑκοσκελής
φοινῑκοστερόπᾱς
φοινῑκόστολος
φοινῑκοῦς
φοινῑκοφαής
Φοῖνιξ
φοῖνιξ
φοίνιος
View word page
φοινῑκό-πτερος
φοινῑκό-πτεροςονadjπτερόν with crimson plumagemasc.sb.red birdapp. the flamingoAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φοινῑκόπτερος
Headword (normalized):
φοινῑκόπτερος
Headword (normalized/stripped):
φοινικοπτερος
IDX:
29941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29942
Key:
φοινῑκόπτερος

Data

{'headword_display': '<b>φοινῑκό-πτερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φοινῑκό-πτερος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πτερόν</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>with crimson plumage</Def><SGrm><GLbl>masc.sb.</GLbl><Def>red bird<Expl>app. the flamingo</Expl></Def><Au>Ar.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'φοινῑκόπτερος'}