Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκειρεκόμᾱς
ἀκέλαδος
ἀκέλευστος
ᾀκέλιος
ἀκέντητος
ἄκεντρος
ἀκέομαι
ἀκέραιος
ἀκεραιότης
ἀκέραστος
ἀκέρᾱτος
ἀκέρδεια
ἀκερδής
ἀκερσεκόμης
ἄκερως
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκεστήρ
ἀκεστής
ἀκεστικός
ἀκεστορίη
View word page
ἀ-κέρᾱτος
ἀ-κέρᾱτοςονadjκέρας of animalswithout hornsPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκέρᾱτος
Headword (normalized):
ἀκέρᾱτος
Headword (normalized/stripped):
ακερατος
IDX:
2993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2994
Key:
ἀκέρᾱτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-κέρᾱτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-κέρᾱτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κέρας</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of animals</Indic><Tr>without horns</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκέρᾱτος'}