Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φοινῑκοβάλανος
φοινῑκόβαπτος
Φοινῑκογενής
φοινῑκοδάκτυλος
φοινῐκόεις
φοινῑκόθριξ
φοινῑκοκρᾱ́δεμνος
φοινῑκόκροκος
φοινῑκόλοφος
φοινῑκόνωτος
φοινῑκοπάρηος
φοινῑκόπεδος
φοινῑκόπεζα
φοινῑκόπτερος
φοινῑκοπτέρυξ
φοινῑκόροδος
φοινῑκοσκελής
φοινῑκοστερόπᾱς
φοινῑκόστολος
φοινῑκοῦς
φοινῑκοφαής
View word page
φοινῑκο-πάρηος
φοινῑκο-πάρηοςονIon.adjπαρήιον of shipscrimson-cheekedref. to their painted prowsOd.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φοινῑκοπάρηος
Headword (normalized):
φοινῑκοπάρηος
Headword (normalized/stripped):
φοινικοπαρηος
IDX:
29938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29939
Key:
φοινῑκοπάρηος

Data

{'headword_display': '<b>φοινῑκο-πάρηος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φοινῑκο-πάρηος</HL><Infl>ον</Infl><PS>Ion.adj</PS><Ety><Ref>παρήιον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of ships</Indic><Tr>crimson-cheeked<Expl>ref. to their painted prows</Expl></Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φοινῑκοπάρηος'}