Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φοινῑκιστής
Φοινῑκιστί
φοινῑκοβάλανος
φοινῑκόβαπτος
Φοινῑκογενής
φοινῑκοδάκτυλος
φοινῐκόεις
φοινῑκόθριξ
φοινῑκοκρᾱ́δεμνος
φοινῑκόκροκος
φοινῑκόλοφος
φοινῑκόνωτος
φοινῑκοπάρηος
φοινῑκόπεδος
φοινῑκόπεζα
φοινῑκόπτερος
φοινῑκοπτέρυξ
φοινῑκόροδος
φοινῑκοσκελής
φοινῑκοστερόπᾱς
φοινῑκόστολος
View word page
φοινῑκό-λοφος
φοινῑκό-λοφοςονadjλόφος of a dragon, birdscrimson-crestedE. Theoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φοινῑκόλοφος
Headword (normalized):
φοινῑκόλοφος
Headword (normalized/stripped):
φοινικολοφος
IDX:
29936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29937
Key:
φοινῑκόλοφος

Data

{'headword_display': '<b>φοινῑκό-λοφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φοινῑκό-λοφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λόφος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a dragon, birds</Indic><Tr>crimson-crested</Tr><Au>E. Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φοινῑκόλοφος'}