Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φοινῑκίς
φοινῑκιστής
Φοινῑκιστί
φοινῑκοβάλανος
φοινῑκόβαπτος
Φοινῑκογενής
φοινῑκοδάκτυλος
φοινῐκόεις
φοινῑκόθριξ
φοινῑκοκρᾱ́δεμνος
φοινῑκόκροκος
φοινῑκόλοφος
φοινῑκόνωτος
φοινῑκοπάρηος
φοινῑκόπεδος
φοινῑκόπεζα
φοινῑκόπτερος
φοινῑκοπτέρυξ
φοινῑκόροδος
φοινῑκοσκελής
φοινῑκοστερόπᾱς
View word page
φοινῑκό-κροκος
φοινῑκό-κροκοςονadjκρόκη of a woman's waistbandwoven with crimsonPi.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φοινῑκόκροκος
Headword (normalized):
φοινῑκόκροκος
Headword (normalized/stripped):
φοινικοκροκος
IDX:
29935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29936
Key:
φοινῑκόκροκος

Data

{'headword_display': '<b>φοινῑκό-κροκος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>φοινῑκό-κροκος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κρόκη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a woman's waistband</Indic><Tr>woven with crimson</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>", 'key': 'φοινῑκόκροκος'}