Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Φοινῑκικός
φοινῑκιοῦς
φοινῑκίς
φοινῑκιστής
Φοινῑκιστί
φοινῑκοβάλανος
φοινῑκόβαπτος
Φοινῑκογενής
φοινῑκοδάκτυλος
φοινῐκόεις
φοινῑκόθριξ
φοινῑκοκρᾱ́δεμνος
φοινῑκόκροκος
φοινῑκόλοφος
φοινῑκόνωτος
φοινῑκοπάρηος
φοινῑκόπεδος
φοινῑκόπεζα
φοινῑκόπτερος
φοινῑκοπτέρυξ
φοινῑκόροδος
View word page
φοινῑκό-θριξ
φοινῑκό-θριξτριχοςmasc.fem.adjθρίξ of oxenred-hairedB.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φοινῑκόθριξ
Headword (normalized):
φοινῑκόθριξ
Headword (normalized/stripped):
φοινικοθριξ
IDX:
29933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29934
Key:
φοινῑκόθριξ

Data

{'headword_display': '<b>φοινῑκό-θριξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φοινῑκό-θριξ</HL><Infl>τριχος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>θρίξ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of oxen</Indic><Tr>red-haired</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φοινῑκόθριξ'}