Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Φοινῑ́κη
φοινῑκήιος
Φοινῑκικός
φοινῑκιοῦς
φοινῑκίς
φοινῑκιστής
Φοινῑκιστί
φοινῑκοβάλανος
φοινῑκόβαπτος
Φοινῑκογενής
φοινῑκοδάκτυλος
φοινῐκόεις
φοινῑκόθριξ
φοινῑκοκρᾱ́δεμνος
φοινῑκόκροκος
φοινῑκόλοφος
φοινῑκόνωτος
φοινῑκοπάρηος
φοινῑκόπεδος
φοινῑκόπεζα
φοινῑκόπτερος
View word page
φοινῑκο-δάκτυλος
φοινῑκο-δάκτυλοςονadj of dawncrimson-fingeredcited as a less appropriate epith. than ῥοδοδάκτυλος rosy-fingeredArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φοινῑκοδάκτυλος
Headword (normalized):
φοινῑκοδάκτυλος
Headword (normalized/stripped):
φοινικοδακτυλος
IDX:
29931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29932
Key:
φοινῑκοδάκτυλος

Data

{'headword_display': '<b>φοινῑκο-δάκτυλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φοινῑκο-δάκτυλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of dawn</Indic><Tr>crimson-fingered<Expl>cited as a less appropriate epith. than <Gr>ῥοδοδάκτυλος</Gr> <ital>rosy-fingered</ital></Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φοινῑκοδάκτυλος'}