Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φοινῑ́κασπις
φοινῑ́κεος
Φοινῑ́κη
φοινῑκήιος
Φοινῑκικός
φοινῑκιοῦς
φοινῑκίς
φοινῑκιστής
Φοινῑκιστί
φοινῑκοβάλανος
φοινῑκόβαπτος
Φοινῑκογενής
φοινῑκοδάκτυλος
φοινῐκόεις
φοινῑκόθριξ
φοινῑκοκρᾱ́δεμνος
φοινῑκόκροκος
φοινῑκόλοφος
φοινῑκόνωτος
φοινῑκοπάρηος
φοινῑκόπεδος
View word page
φοινῑκό-βαπτος
φοινῑκό-βαπτοςονadjβαπτός of robesdyed with crimsonA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φοινῑκόβαπτος
Headword (normalized):
φοινῑκόβαπτος
Headword (normalized/stripped):
φοινικοβαπτος
IDX:
29929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29930
Key:
φοινῑκόβαπτος

Data

{'headword_display': '<b>φοινῑκό-βαπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φοινῑκό-βαπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βαπτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of robes</Indic><Tr>dyed with crimson</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φοινῑκόβαπτος'}