Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκειόμενος
ἀκειρεκόμᾱς
ἀκέλαδος
ἀκέλευστος
ᾀκέλιος
ἀκέντητος
ἄκεντρος
ἀκέομαι
ἀκέραιος
ἀκεραιότης
ἀκέραστος
ἀκέρᾱτος
ἀκέρδεια
ἀκερδής
ἀκερσεκόμης
ἄκερως
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκεστήρ
ἀκεστής
ἀκεστικός
View word page
ἀ-κέραστος
ἀ-κέραστοςονadjκεράννῡμι of a soulcontaining no admixturew.gen.of boldnessPl.

ShortDef

unmixed, pure

Debugging

Headword:
ἀκέραστος
Headword (normalized):
ἀκέραστος
Headword (normalized/stripped):
ακεραστος
IDX:
2992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2993
Key:
ἀκέραστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-κέραστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-κέραστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κεράννῡμι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a soul</Indic><Tr>containing no admixture<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of boldness</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀκέραστος'}