Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φοινῑκάνθεμος
φοινῑ́κασπις
φοινῑ́κεος
Φοινῑ́κη
φοινῑκήιος
Φοινῑκικός
φοινῑκιοῦς
φοινῑκίς
φοινῑκιστής
Φοινῑκιστί
φοινῑκοβάλανος
φοινῑκόβαπτος
Φοινῑκογενής
φοινῑκοδάκτυλος
φοινῐκόεις
φοινῑκόθριξ
φοινῑκοκρᾱ́δεμνος
φοινῑκόκροκος
φοινῑκόλοφος
φοινῑκόνωτος
φοινῑκοπάρηος
View word page
φοινῑκο-βάλανος
φοινῑκο-βάλανοςουf palm-nutpalm-fruit, datePlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φοινῑκοβάλανος
Headword (normalized):
φοινῑκοβάλανος
Headword (normalized/stripped):
φοινικοβαλανος
IDX:
29928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29929
Key:
φοινῑκοβάλανος

Data

{'headword_display': '<b>φοινῑκο-βάλανος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φοινῑκο-βάλανος</HL><Infl>ου</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>palm-nut</Def><Tr>palm-fruit, date</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φοινῑκοβάλανος'}