Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φοιβόληπτος
φοιβός
Φοῖβος
φοῗδες
φοινήεις
φοινῑκάνθεμος
φοινῑ́κασπις
φοινῑ́κεος
Φοινῑ́κη
φοινῑκήιος
Φοινῑκικός
φοινῑκιοῦς
φοινῑκίς
φοινῑκιστής
Φοινῑκιστί
φοινῑκοβάλανος
φοινῑκόβαπτος
Φοινῑκογενής
φοινῑκοδάκτυλος
φοινῐκόεις
φοινῑκόθριξ
View word page
Φοινῑκικός
Φοινῑκικόςadjsee underΦοῖνιξ

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Φοινῑκικός
Headword (normalized):
φοινῑκικός
Headword (normalized/stripped):
φοινικικος
IDX:
29923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29924
Key:
Φοινῑκικός

Data

{'headword_display': '<b>Φοινῑκικός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>Φοινῑκικός</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see under<Ref>Φοῖνιξ</Ref></XR> </XE>', 'key': 'Φοινῑκικός'}