Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾄκεια
ἀκειόμενος
ἀκειρεκόμᾱς
ἀκέλαδος
ἀκέλευστος
ᾀκέλιος
ἀκέντητος
ἄκεντρος
ἀκέομαι
ἀκέραιος
ἀκεραιότης
ἀκέραστος
ἀκέρᾱτος
ἀκέρδεια
ἀκερδής
ἀκερσεκόμης
ἄκερως
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκεστήρ
ἀκεστής
View word page
ἀκεραιότης
ἀκεραιότηςητοςf state of not being impairedby earlier usefreshnessof troopsPlb.of a water supply and foraging groundPlb.

ShortDef

freshness

Debugging

Headword:
ἀκεραιότης
Headword (normalized):
ἀκεραιότης
Headword (normalized/stripped):
ακεραιοτης
IDX:
2991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2992
Key:
ἀκεραιότης

Data

{'headword_display': '<b>ἀκεραιότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀκεραιότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>state of not being impaired<Expl>by earlier use</Expl></Def><nS2><Tr>freshness<Expl>of troops</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS2><nS2><Indic>of a water supply and foraging ground</Indic><Au>Plb.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'ἀκεραιότης'}