Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φόβος
φοιβάς
φοιβαστικός
φοιβάω
Φοίβειος
Φοίβη
φοιβόληπτος
φοιβός
Φοῖβος
φοῗδες
φοινήεις
φοινῑκάνθεμος
φοινῑ́κασπις
φοινῑ́κεος
Φοινῑ́κη
φοινῑκήιος
Φοινῑκικός
φοινῑκιοῦς
φοινῑκίς
φοινῑκιστής
Φοινῑκιστί
View word page
φοινήεις
φοινήειςεσσα ενadjreltd. φοινόςof a serpent, bloodcrimsonIl. Mosch.

ShortDef

blood-red

Debugging

Headword:
φοινήεις
Headword (normalized):
φοινήεις
Headword (normalized/stripped):
φοινηεις
IDX:
29917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29918
Key:
φοινήεις

Data

{'headword_display': '<b>φοινήεις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φοινήεις</HL><Infl>εσσα εν</Infl><PS>adj</PS><Ety>reltd. <Ref>φοινός</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a serpent, blood</Indic><Tr>crimson</Tr><Au>Il. Mosch.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φοινήεις'}