Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φοβεσιστράτη
φοβέω
φόβη
φόβημα
φοβητέος
φοβητικός
φοβητός
φόβητρα
φόβος
φοιβάς
φοιβαστικός
φοιβάω
Φοίβειος
Φοίβη
φοιβόληπτος
φοιβός
Φοῖβος
φοῗδες
φοινήεις
φοινῑκάνθεμος
φοινῑ́κασπις
View word page
φοιβαστικός
φοιβαστικόςή όνadjof a womaninspired to utter propheciesw.gen.in oracular versePlu.

ShortDef

prophetic

Debugging

Headword:
φοιβαστικός
Headword (normalized):
φοιβαστικός
Headword (normalized/stripped):
φοιβαστικος
IDX:
29909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29910
Key:
φοιβαστικός

Data

{'headword_display': '<b>φοιβαστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φοιβαστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a woman</Indic><Tr>inspired to utter prophecies<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>in oracular verse</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φοιβαστικός'}