Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φόβᾱ
φοβερός
φοβερότης
φοβεσιστράτη
φοβέω
φόβη
φόβημα
φοβητέος
φοβητικός
φοβητός
φόβητρα
φόβος
φοιβάς
φοιβαστικός
φοιβάω
Φοίβειος
Φοίβη
φοιβόληπτος
φοιβός
Φοῖβος
φοῗδες
View word page
φόβητρα
φόβητραωνn.pl terrifying sightsref. to supernatural portentsNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φόβητρα
Headword (normalized):
φόβητρα
Headword (normalized/stripped):
φοβητρα
IDX:
29906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29907
Key:
φόβητρα

Data

{'headword_display': '<b>φόβητρα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φόβητρα</HL><Infl>ων</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Tr>terrifying sights<Expl>ref. to supernatural portents</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φόβητρα'}