Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φλύκταινα
φλῡ́ω
φόβᾱ
φοβερός
φοβερότης
φοβεσιστράτη
φοβέω
φόβη
φόβημα
φοβητέος
φοβητικός
φοβητός
φόβητρα
φόβος
φοιβάς
φοιβαστικός
φοιβάω
Φοίβειος
Φοίβη
φοιβόληπτος
φοιβός
View word page
φοβητικός
φοβητικόςή όνadjof personsinclined to feel feartimidArist.

ShortDef

liable to fear, fearful, timid

Debugging

Headword:
φοβητικός
Headword (normalized):
φοβητικός
Headword (normalized/stripped):
φοβητικος
IDX:
29904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29905
Key:
φοβητικός

Data

{'headword_display': '<b>φοβητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φοβητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of persons</Indic><Def>inclined to feel fear</Def><Tr>timid</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φοβητικός'}