Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φλοῦς
φλυᾱρέω
φλυᾱρίᾱ
φλύᾱρος
φλυᾱρώδης
φλυηρέω
φλύκταινα
φλῡ́ω
φόβᾱ
φοβερός
φοβερότης
φοβεσιστράτη
φοβέω
φόβη
φόβημα
φοβητέος
φοβητικός
φοβητός
φόβητρα
φόβος
φοιβάς
View word page
φοβερότης
φοβερότηςητοςf formidable appearanceof a personArist.

ShortDef

terribleness

Debugging

Headword:
φοβερότης
Headword (normalized):
φοβερότης
Headword (normalized/stripped):
φοβεροτης
IDX:
29898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29899
Key:
φοβερότης

Data

{'headword_display': '<b>φοβερότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φοβερότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>formidable appearance<Expl>of a person</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φοβερότης'}