Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φλόϊνος
φλοιός
φλοῖσβος
φλοιστική
φλονίδες
φλόξ
φλοῦς
φλυᾱρέω
φλυᾱρίᾱ
φλύᾱρος
φλυᾱρώδης
φλυηρέω
φλύκταινα
φλῡ́ω
φόβᾱ
φοβερός
φοβερότης
φοβεσιστράτη
φοβέω
φόβη
φόβημα
View word page
φλυᾱρώδης
φλυᾱρώδηςεςadj of mindsfoolish, distractedPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φλυᾱρώδης
Headword (normalized):
φλυᾱρώδης
Headword (normalized/stripped):
φλυαρωδης
IDX:
29892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29893
Key:
φλυᾱρώδης

Data

{'headword_display': '<b>φλυᾱρώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φλυᾱρώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of minds</Indic><Tr>foolish, distracted</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φλυᾱρώδης'}