Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φλόγεος
φλογερός
φλογίζω
φλόγιος
φλογιστός
φλογμός
φλογοειδής
φλογόεις
φλογώδης
φλογωπός
φλόγωσις
φλογώψ
φλόϊνος
φλοιός
φλοῖσβος
φλοιστική
φλονίδες
φλόξ
φλοῦς
φλυᾱρέω
φλυᾱρίᾱ
View word page
φλόγωσις
φλόγωσιςεωςf inflammationw.gen.of the eyesTh.

ShortDef

burning heat, inflammation

Debugging

Headword:
φλόγωσις
Headword (normalized):
φλόγωσις
Headword (normalized/stripped):
φλογωσις
IDX:
29880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29881
Key:
φλόγωσις

Data

{'headword_display': '<b>φλόγωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φλόγωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>inflammation<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of the eyes</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φλόγωσις'}