Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φλῑ́βομαι
Φλῑοῦς
φλόγεος
φλογερός
φλογίζω
φλόγιος
φλογιστός
φλογμός
φλογοειδής
φλογόεις
φλογώδης
φλογωπός
φλόγωσις
φλογώψ
φλόϊνος
φλοιός
φλοῖσβος
φλοιστική
φλονίδες
φλόξ
φλοῦς
View word page
φλογώδης
φλογώδηςεςadj of a fireballfiery, blazingPlu.

ShortDef

like flame, fiery-hot

Debugging

Headword:
φλογώδης
Headword (normalized):
φλογώδης
Headword (normalized/stripped):
φλογωδης
IDX:
29878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29879
Key:
φλογώδης

Data

{'headword_display': '<b>φλογώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φλογώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a fireball</Indic><Tr>fiery, blazing</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φλογώδης'}