Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φληναφάω
φλήναφος
φλῑᾱ́
Φλῑάσιος
φλῑ́βομαι
Φλῑοῦς
φλόγεος
φλογερός
φλογίζω
φλόγιος
φλογιστός
φλογμός
φλογοειδής
φλογόεις
φλογώδης
φλογωπός
φλόγωσις
φλογώψ
φλόϊνος
φλοιός
φλοῖσβος
View word page
φλογιστός
φλογιστόςή όνadjφλογίζω of a bodyconsumed by fire, burntS.

ShortDef

burnt up

Debugging

Headword:
φλογιστός
Headword (normalized):
φλογιστός
Headword (normalized/stripped):
φλογιστος
IDX:
29874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29875
Key:
φλογιστός

Data

{'headword_display': '<b>φλογιστός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φλογιστός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φλογίζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a body</Indic><Tr>consumed by fire, burnt</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φλογιστός'}