Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκατάψευστος
ἀκάτειον
ἄκατος
ἄκαυστος
ἀκαχείατο
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκαχοίμην
ᾄκεια
ἀκειόμενος
ἀκειρεκόμᾱς
ἀκέλαδος
ἀκέλευστος
ᾀκέλιος
ἀκέντητος
ἄκεντρος
ἀκέομαι
ἀκέραιος
ἀκεραιότης
ἀκέραστος
ἀκέρᾱτος
View word page
ἀκειρεκόμᾱς
ἀκειρεκόμᾱςdial.masc.adjseeἀκερσεκόμης

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκειρεκόμᾱς
Headword (normalized):
ἀκειρεκόμᾱς
Headword (normalized/stripped):
ακειρεκομας
IDX:
2983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2984
Key:
ἀκειρεκόμᾱς

Data

{'headword_display': '<b>ἀκειρεκόμᾱς</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀκειρεκόμᾱς</HL><PS>dial.masc.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἀκερσεκόμης</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀκειρεκόμᾱς'}