Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φιλοφόρμιγξ
φιλοφρονέομαι
φιλοφροσύνη
φιλόφρων
φιλοχορευτής
φιλόχορος
φιλοχρηματέω
φιλοχρηματίᾱ
φιλοχρηματιστής
φιλοχρήματος
φιλοχρημοσύνη
φιλόχρηστος
φιλοχωρέω
φιλοχωρίᾱ
φιλοψευδής
φιλόψογος
φιλοψῡχέω
φιλοψῡχίᾱ
φιλόψῡχος
φιλόψῡχρος
φιλτάτιον
View word page
φιλοχρημοσύνη
φιλοχρημοσύνηηςf love of moneyPl. Plu.avariciousnessas a state or activityPlb.

ShortDef

love of money

Debugging

Headword:
φιλοχρημοσύνη
Headword (normalized):
φιλοχρημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
φιλοχρημοσυνη
IDX:
29813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29814
Key:
φιλοχρημοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>φιλοχρημοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φιλοχρημοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>love of money</Tr><Au>Pl. Plu.</Au><nS2><Tr>avariciousness<Expl>as a state or activity</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'φιλοχρημοσύνη'}