Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φιλουγιής
φιλόφιλος
φιλοφόρμιγξ
φιλοφρονέομαι
φιλοφροσύνη
φιλόφρων
φιλοχορευτής
φιλόχορος
φιλοχρηματέω
φιλοχρηματίᾱ
φιλοχρηματιστής
φιλοχρήματος
φιλοχρημοσύνη
φιλόχρηστος
φιλοχωρέω
φιλοχωρίᾱ
φιλοψευδής
φιλόψογος
φιλοψῡχέω
φιλοψῡχίᾱ
φιλόψῡχος
View word page
φιλοχρηματιστής
φιλοχρηματιστήςοῦmasc.adj fond of making moneyPl.

ShortDef

fond of money-making

Debugging

Headword:
φιλοχρηματιστής
Headword (normalized):
φιλοχρηματιστής
Headword (normalized/stripped):
φιλοχρηματιστης
IDX:
29811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29812
Key:
φιλοχρηματιστής

Data

{'headword_display': '<b>φιλοχρηματιστής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>φιλοχρηματιστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>masc.adj</PS></HG> <aS1><Tr>fond of making money</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'φιλοχρηματιστής'}