Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φιλοτύραννος
φιλουγιής
φιλόφιλος
φιλοφόρμιγξ
φιλοφρονέομαι
φιλοφροσύνη
φιλόφρων
φιλοχορευτής
φιλόχορος
φιλοχρηματέω
φιλοχρηματίᾱ
φιλοχρηματιστής
φιλοχρήματος
φιλοχρημοσύνη
φιλόχρηστος
φιλοχωρέω
φιλοχωρίᾱ
φιλοψευδής
φιλόψογος
φιλοψῡχέω
φιλοψῡχίᾱ
View word page
φιλοχρηματίᾱ
φιλοχρηματίᾱᾱςf love of moneyavaricePl. Arist. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φιλοχρηματίᾱ
Headword (normalized):
φιλοχρηματίᾱ
Headword (normalized/stripped):
φιλοχρηματια
IDX:
29810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29811
Key:
φιλοχρηματίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>φιλοχρηματίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>φιλοχρηματίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>love of money</Def><Tr>avarice</Tr><Au>Pl. Arist. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'φιλοχρηματίᾱ'}