Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

φιλοττάριον
φιλοτύραννος
φιλουγιής
φιλόφιλος
φιλοφόρμιγξ
φιλοφρονέομαι
φιλοφροσύνη
φιλόφρων
φιλοχορευτής
φιλόχορος
φιλοχρηματέω
φιλοχρηματίᾱ
φιλοχρηματιστής
φιλοχρήματος
φιλοχρημοσύνη
φιλόχρηστος
φιλοχωρέω
φιλοχωρίᾱ
φιλοψευδής
φιλόψογος
φιλοψῡχέω
View word page
φιλοχρηματέω
φιλοχρηματέωcontr.vbφιλοχρήματος be avariciousPl. Is.

ShortDef

to love money

Debugging

Headword:
φιλοχρηματέω
Headword (normalized):
φιλοχρηματέω
Headword (normalized/stripped):
φιλοχρηματεω
IDX:
29809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-29810
Key:
φιλοχρηματέω

Data

{'headword_display': '<b>φιλοχρηματέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>φιλοχρηματέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>φιλοχρήματος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>be avaricious</Tr><Au>Pl. Is.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'φιλοχρηματέω'}