Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκατάσκευος
ἀκαταστασίᾱ
ἀκατάστατος
ἀκατάσχετος
ἀκατάτριπτος
ἀκαταφρόνητος
ἀκατάψευστος
ἀκάτειον
ἄκατος
ἄκαυστος
ἀκαχείατο
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκαχοίμην
ᾄκεια
ἀκειόμενος
ἀκειρεκόμᾱς
ἀκέλαδος
ἀκέλευστος
ᾀκέλιος
ἀκέντητος
View word page
ἀκαχείατο
ἀκαχείατοep.3pl.plpf.mid.ἀκάχημαιpf.ἀκαχήμενοςpf.ptcpl.ἀκάχησαep.aor.1ἀκαχήσωfut.seeἄχνυμαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκαχείατο
Headword (normalized):
ἀκαχείατο
Headword (normalized/stripped):
ακαχειατο
IDX:
2977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2978
Key:
ἀκαχείατο

Data

{'headword_display': '<b>ἀκαχείατο</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀκαχείατο<LblR>ep.3pl.plpf.mid.</LblR></RefFm><RefFm>ἀκάχημαι<LblR>pf.</LblR></RefFm><RefFm>ἀκαχήμενος<LblR>pf.ptcpl.</LblR></RefFm><RefFm>ἀκάχησα<LblR>ep.aor.1</LblR></RefFm><RefFm>ἀκαχήσω<LblR>fut.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἄχνυμαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀκαχείατο'}