Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀκατάπαυστος
ἀκατάσκευος
ἀκαταστασίᾱ
ἀκατάστατος
ἀκατάσχετος
ἀκατάτριπτος
ἀκαταφρόνητος
ἀκατάψευστος
ἀκάτειον
ἄκατος
ἄκαυστος
ἀκαχείατο
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκαχοίμην
ᾄκεια
ἀκειόμενος
ἀκειρεκόμᾱς
ἀκέλαδος
ἀκέλευστος
ᾀκέλιος
View word page
ἄ-καυστος
ἄ-καυστοςονadjprivatv.prfx.,καυστός of villagesunburnedin warX.

ShortDef

unburnt

Debugging

Headword:
ἄκαυστος
Headword (normalized):
ἄκαυστος
Headword (normalized/stripped):
ακαυστος
IDX:
2976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2977
Key:
ἄκαυστος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-καυστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ-καυστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>καυστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of villages</Indic><Tr>unburned<Expl>in war</Expl></Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄκαυστος'}